προκέφαλος

προκέφαλος
ο / προκέφαλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει κεφάλι το οποίο προεξέχει
2. (για στίχο) ο εξάμετρος που έχει περιττή συλλαβή στην αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προκέφαλος — with a sugar loaf head masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκέφαλον — προκέφαλος with a sugar loaf head masc/fem acc sg προκέφαλος with a sugar loaf head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκεφάλου — προκέφαλος with a sugar loaf head masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκεφάλους — προκέφαλος with a sugar loaf head masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκέφαλοι — προκέφαλος with a sugar loaf head masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • πρόκρανος — ον, Α ο προκέφαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κρανος (. < *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. αμφί κρανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”